- εκβιάζω
- (AM ἐκβιάζω)αναγκάζω με τη βία κάποιον να κάνει κάτινεοελλ.1. περνώ από έναν τόπο απωθώντας τον εχθρό («εκβιάζω τα στενά»)2. πετυχαίνω κάτι με εκβιαστικά μέσα («εκβιάζω τη μετάθεσή μου»)3. χρησιμοποιώ εκβιαστικά μέσααρχ.1. διώχνω, απομακρύνω με τη βία2. αποσπώ με τη βία από τα χέρια κάποιου3. ρίχνω κάτι μακριά, εξακοντίζω4. εκμεταλλεύομαι5. πιέζω με δύναμη6. (για επιχείρημα, απόδειξη κ.λπ.) υποστηρίζω, επιμένω7. (η μτχ. παθ. παρακμ.) εκβεβιασμένοςεπεξεργασμένος με κόπο, εξεζητημένος.
Dictionary of Greek. 2013.